- ποδηγέτης
- ο, ΝΜΑαυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἡγέτης (πρβλ. αρχ-ηγέτης, ιππ-ηγέτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδηγετῶν — ποδηγέτης leader masc gen pl ποδηγετέω guide pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηγέτην — ποδηγέτης leader masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηγέτου — ποδηγέτης leader masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηγέτῃ — ποδηγέτης leader masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηγέτας — ποδηγέτᾱς , ποδηγέτης leader masc acc pl ποδηγέτᾱς , ποδηγέτης leader masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηγεσία — η, ΝΜΑ [ποδηγέτης] το να οδηγεί, να καθοδηγεί κανείς κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
ποδηγετώ — ποδηγετῶ, έω, ΝΜΑ [ποδηγέτης] 1. οδηγώ κάποιον, δείχνω τον δρόμο σε κάποιον 2. μτφ. καθοδηγώ, κατευθύνω ηθικά και πνευματικά κάποιον αρχ. διδάσκω («τἀγαθὰ... ποδηγετεῑν», Δημόκρ.) … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek